τεφλόν

τεφλόν
το, Ν
(χημ.-τεχνολ.) εμπορική ονομασία με την οποία είναι ευρύτερα γνωστή η πολυμερής ένωση πολυτετραφθοροαιθυλένιο, η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτη αντοχή στα χημικά μέσα, τη θερμότητα και τις διαβρώσεις και χρησιμοποιείται για την κατασκευή αρμών, επενδύσεων, μονωτικών κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., σχηματισμένο από τα αρχικά γράμματα τών συνθετικών του, πρβλ. αγγλ. te[tra] (< τετρ[α]*-) + fl(uoroethylene) + κατάλ. -on τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • πολυτετραφθοροαιθυλένιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) μακρομοριακή χημική ένωση, προϊόν πολυμερισμού τού τετραφθοροαιθυλενίου περισσότερο γνωστό με την εμπορική ονομασία τεφλόν …   Dictionary of Greek

  • τετραφθοροαιθυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη ακόρεστη οργανική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο τού αιθυλενίου, η οποία χρησιμοποιείται ως μονομερές για την παρασκευή πολυμερών, όπως είναι κυρίως το τεφλόν, καθώς και ως ψυκτικό μέσον σε μικρές κλιματιστικές διατάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φθόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο F· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλογόνων, έχει ατομικό αριθμό 9, ατομικό βάρος 19, ένα σταθερό ισότοπο και τρία ραδιενεργά με βραχύτατη ζωή. Είναι το δραστικότερο και περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • βινύλιο — (vinyl). Είδος πλαστικού που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία (π.χ. Τεφλόν). Ο όρος β. συνδέθηκε όμως και με την εξέλιξη της δισκογραφικής βιομηχανίας, και ευρύτερα την οικιακή αναπαραγωγή της μουσικής, καθώς από αυτό το υλικό… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”